- ξεκαρδίζω
- μετ. рассмешить до слёз, до коликов;
ξεκαρδίζομαι αμετ. — разражаться смехом, хохотать; — умирать со смеху (разг );
ξεκαρδίζομαι στα ( — или από τα) γέλια — покатываться со смеху
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκαρδίζομαι αμετ. — разражаться смехом, хохотать; — умирать со смеху (разг );
ξεκαρδίζομαι στα ( — или από τα) γέλια — покатываться со смеху
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκαρδίζω — 1. κάνω κάποιον να γελάσει πολύ («μάς ξεκάρδισε με τα ανέκδοτα του») 2. (το μέσ.) ξεκαρδίζομαι γελώ με την καρδιά μου, λιγώνομαι από τα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + καρδιά] … Dictionary of Greek
ξεκαρδίζω — ξεκάρδισα, ξεκαρδίστηκα, ξεκαρδισμένος 1. κάνω κάποιον να γελάσει πολύ. 2. το μέσ., ξεκαρδίζομαι σκάζω από τα γέλια, λιποθυμώ από τα γέλια: Ξεκαρδιστήκαμε με το πάθημά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek